προοψις

προοψις
    πρόοψις
    πρό-οψις
    -εως ἥ
    1) вид вперед, перспектива
    

οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ χρῆν ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν Thuc. — так как не видно было, с какой стороны можно было бы прийти друг другу на помощь

    2) предварительное обнаруживание
    

ἄνευ προόψεως (τοῦ πλήθους) Thuc. — не показывая заранее (противникам) численности (своих войск)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προοψις" в других словарях:

  • πρόοψις — όψεως, ἡ, Α [ὄψις] 1. πρόβλεψη 2. δυνατότητα θέας 3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι …   Dictionary of Greek

  • προόψει — πρόοψις foreseeing fem nom/voc/acc dual (attic epic) προόψεϊ , πρόοψις foreseeing fem dat sg (epic) πρόοψις foreseeing fem dat sg (attic ionic) προόψει , προοράω see before one fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόοψιν — πρόοψις foreseeing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προόψιος — ον, Α (ως προσων. τού Απόλλωνος) αυτός που προβλέπει, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόοψις «πρόβλεψη» + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • προόψεως — προόψεω̆ς , πρόοψις foreseeing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»